- ἀπωστός
- ἀπωστόςthrustmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απωστός — βλ. απωθώ … Dictionary of Greek
ἀπωστόν — ἀπωστός thrust masc acc sg ἀπωστός thrust neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωστοί — ἀπωστός thrust masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απωθώ — (AM ἀπωθῶ έω) [ωθώ] 1. ωθώ προς τα πίσω, απομακρύνω 2. δεν δέχομαι, αρνούμαι νεοελλ. προκαλώ απέχθεια, είμαι αποκρουστικός αρχ. Ι. 1. διώχνω, εκβάλλω 2. παρασύρω μακριά 3. παραμερίζω, περιφρονώ II. ( ούμαι) 1. αποκρούω, απομακρύνω από τον εαυτό… … Dictionary of Greek